ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ


ΜΠΟΡΙΑΝΝΑ


1.-Κάτι πρέπει να συμβαίνει, κάτι πολύ ευχάριστο. Στους δρόμους -είναι βράδυ- ο κόσμος έχει ξεχυθεί, φωνάζει, τραγουδεί, σχηματίζει ομίλους, τα μαγαζιά όλα είναι ανοιχτά, με τις βιτρίνες τους κατάφωτες. Αλλά εμένα η καρδιά μου είναι μαύρη. Καθώς προχωρώ, μόνος μέσα στο πλήθος, εχω το αίσθημα ότι είμαι ένας καταδικασμένος, ένας τιμωρημένος, ένας απόβλητος της κοινωνίας που δεν του έχει δοθεί η ευλογία να μπει κι αυτός στο μυστικό των άλλων και να χαρεί. Θα ήθελα τόσο πολύ να μπορούσα να ρωτήσω κάποιον, να μάθω κι εγώ επί τέλους γιατί όλο αυτό το νταβαντούρι, τι σημαίνει αυτή η λέξη “Μποριάννα” που βρίσκεται σ’ όλα τα στόματα, που μού ’ρχεται απ’ όλες τις μεριές, λες κι αποτελεί ένα γενικό σύνθημα, που τη βλέπω γραμμένη ακόμη και στους τοίχους ή σε μεγάλα “πανώ” κρεμασμένα από τους εξώστες των κτιρίων! Αλλά ντρέπομαι -Θεέ μου, πώς ντρέπομαι! Κι εξ άλλου -συλλογίζομαι- δε γίνεται να προδοθώ μόνος μου, ν’ αποκαλύψω μια τέτοιαν άγνοια. Μπορεί ο κόσμος να εξαγριωθεί, να με λυντσάρει. Προχωρώ με δυσκολία, σπρώχνομαι, αγωνίζομαι ν’ ανοίξω δρόμο με τους αγκώνες. Βιάζομαι, καταλαβαίνω ότι έχω αργήσει και ότι πρέπει να βάλω τα δυνατά μου για να φτάσω μιά ώρα αρχύτερα εκεί που με περιμένουν(;). Έξω από ένα μεγάλο ζαχαροπλαστείο, βλέπω πέντ’ έξι παιδιά που, αυτά, δε φωνάζουν καθόλου αλλά κρατούν κάτι μεγάλες καραμέλες κόκκινες, καρφωμένες σε καλαμάκια, και τις γλείφουνε. Οι καραμέλες είναι πελώριες, μεγαλύτερες από τα κεφάλια των παιδιών, και φέγγουν σα να ’χει ανάψει ένα φωτάκι κόκκινο μέσα τους. Την ώρα που περνώ, ένα παιδί απ’ αυτά κουνά γρήγορα δεξιά κι αριστερά το χέρι του στον αέρα και βλέπω να σχηματίζεται στο σκοτάδι με κόκκινα φωτεινά γράμματα η λέξη “Μποριάννα”. Δεν απορώ τόσο για τη σημασία που μπορεί να έχει η λέξη αυτή, όσο για την ορθογραφία της. Με δύο νυ... για ποιο λόγο; Πού το βρήκανε; (Κενό.)


2.-Εξώπορτα βαριά, ξύλινη, χωρίς χερούλι. Τη σπρώχνω και μπαίνω μέσα σε μια μεγάλη αίθουσα -ένα είδος λαϊκού κέντρου- όπου δεν έχεις να ρίξεις βελόνα. Μυρίζει άσχημα και μέσα στην μπόχα και στους καπνούς διακρίνεις με δυσκολία ένα άλλο παρδαλό πλήθος που τρώει και πίνει κάνοντας μεγάλη φασαρία. Πολλοί άντρες φοράνε ρεμπούμπλικα και κάθε τόσο χτυπάνε παλαμάκια σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής. Στο κέντρο της αίθουσας υπάρχει ένα μεγάλο ξύλινο βάθρο και πάνω σ’ αυτό βλέπω -χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη- να στέκεται ασάλευτος και πελώριος, πολύ μεγαλύτερος από το φυσικό του ανάστημα, ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Φοράει μια περούκα από αχυρένια ίσια μαλλιά κι ένα χιτώνα μακρύ που φτάνει ως τους αστραγάλους. Βγάζω το συμπέρασμα ότι παριστάνει τη “Θεά Αθηνά” γιατί πραγματικά, με το αριστερό του χέρι κρατάει μια μεγάλη ασπίδα. Το άλλο του χέρι όμως, το δεξί, κρέμεται άτονο και μακρύ, πολύ πιο κάτω από τα γόνατα.

     Γύρω απ’ το βάθρο, πολλοί νέοι, βρώμικοι όλοι τους, κουρελιάρηδες και καταϊδρωμένοι, χορεύουνε κλακέτες πάνω στο σκοπό του παλιού τραγουδιού La Cucaracha. Προσέχω το ρεφραίν. Το έχουν τροποποιημένο και προσαρμοσμένο στη λέξη “Μποριάννα”. 


Μποριάν-νά, Μποριάν-νά

τάρα τάρα τάρα τά 

Μποριάν-νά, Μποριάν-νά

τάρα τάρα τάρα τά!


Ένα κύμα αγανάκτησης με κυριεύει. Έ, όχι κι αυτό! Λες και είμαι υπεύθυνος πια για τη λέξη, δεν μπορώ να επιτρέψω να τη διασύρουν έτσι. “Δεν είναι κατάσταση αυτή” φωνάζω και διαμαρτύρομαι με κάθε τρόπο. 

Τότε αισθάνομαι να σχηματίζεται γύρω μου ένας κλοιός από βλοσυρούς ανθρώπους -θα πρέπει να ’ναι υπάλληλοι του κέντρου, λέω από μέσα μου- που, δεν ξέρω πώς, με αφήνουν να καταλάβω ότι η θέση μου δεν είναι εδώ πέρα, ότι πρέπει να φύγω. Άλλωστε, σιγά-σιγά με σπρώχνουν προς το βάθος, όπου υπάρχει ένα χοντρό βυσσινί παραπέτασμα. 


3.-Βρίσκομαι ξαπλωμένος πάνω στο τσιμέντο. Γύρω μου όλα είναι βυθισμένα στο μισοσκόταδο. Θα πρέπει να ’ναι αποδυτήρια εδώ πέρα ή μάλλον πλυσταριά, γιατί διακρίνω σωρούς από σκουπίδια και βρώμικα ανακατωμένα ρούχα. Λίγο πιο πέρα, στη γωνιά, βλέπω να κάθεται μια κοπέλλα μικρή, κατάχαμα κι εκείνη, πάνω στο τσιμέντο. Ακουμπά με το πιγούνι πάνω στα χέρια της που τα ’χει πλεγμένα πάνω στ’ ανασηκωμένα γόνατα και κοιτάζει ίσια μπροστά μ’ ένα βλέμμα τόσο θλιμμένο, τόσο πράο, που μού ’ρχονται δάκρυα στα μάτια. Ω, ναι, αυτή θα με καταλάβει. Δεν μπορεί, θα με καταλάβει, λέω από μέσα μου και βάζω όλα μου τα δυνατά για να συρθώ ως τα πόδια της. 

“Δεν μπορεί” της ψιθυρίζω κλαίγοντας “δεν μπορεί”... “Μπορεί” μου αποκρίνεται εκείνη ήρεμα αλλά σταθερά, και με χαϊδεύει στο μέτωπο. Είναι κάτι ανείπωτο, μια γλύκα πρωτόφαντη που απλώνεται μέσα μου. Χωρίς να το καταλάβω, βρισκόμαστε όρθιοι και προχωρούμε σ’ ένα διάδρομο γεμάτο από πέτρινες γούρνες και βρύσες με την κάνουλα γυρισμένη ανάποδα, σα στραγγαλισμένες. Σταματώ μπροστά σε μια βρύση και προσπαθώ να την ανοίξω, έχω μεγάλη ανάγκη από νερό, το στόμα μου έχει στεγνώσει και φοβάμαι ότι θα λιποθυμήσω. Αλλά η μικρή δε μ’ αφήνει, με κρατάει απ’ το χέρι και με τραβάει ολοένα ώσπου φτάνουμε μποροστά σε μια μεγάλη πόρτα θολωτή με σιδερένιες αμπάρες, σαν αυτές που έχουνε τα παλιά σπίτια στα νησιά. Αισθάνομαι την πόρτα ν’ ανοίγει μονάχη της και με αγαλλίαση που δεν περιγράφεται να, βρίσκομαι πάλι στο ύπαιθρο! Δεν είναι πια νύχτα. Δεν υπάρχουνε άνθρωποι. Ο ήλιος λάμπει σ’ αυτή τη μικρή αυλή που θυμίζει patio φτωχικού σπιτιού της Κόρδοβας, απ’ αυτά που τόσο μου άρεσαν όταν τα πρωτοείδα. Πρασινάδες κατεβαίνουν από ψηλα κι άλλες γλάστρες με λουλούδια ζώνουν ένα γύρο τον τετράγωνο χώρο. Στη μέση, αντίς για σιντριβάνι, υπάρχει μια βρύση πέτρινη, απλή, με κάτι κλασικό στη γραμμή της, ίδια μικρογραφία αρχαίου ναού. Τότε παρατηρώ, ανάγλυφο πάνω στην πέτρα, το γνωστό σύμβολο της τρίαινας με το Δελφίνι. 

“Κι αυτό ο Τσαρούχης το έφτιαξε;” ρωτάω τη μικρή. Με κοιτάζει σα να θέλει να με μαλώσει, αλλά με καλοσύνη, όπως μαλώνουν ένα παιδί. 

-Δεν τα κάνει άνθρωπος αυτά, λέει κουνώντας το κεφάλι της, τα κάνει ο Ελλέν-Θεός. 

-Ο Ελλέν-Θεός; κάνω και προφέρω τα λόγια με σεβασμό αλλά και με μια μυστική χαρά, σα να μπήκα στο νόημα και να λύθηκαν άξαφνα όλα τα μυστήρια...

Την πιάνω απ’ τα χέρια και καρφώνω τα μάτια μου στα δικά της. 

-Πες μου, της λέω, την αλήθεια: μπορεί να είσαι η Άννα κι εγώ να ’μαι ο Ιωσήφ; 

Απομένει να με κοιτάζει πολλή ώρα μέσα στα μάτια. Μου φαίνεται ότι έχει δακρύσει. Μοιάζει ευτυχισμένη. Ύστερα, πολύ αργά, πολύ γλυκά, μου αποκρίνεται: 

-Μπορεί. 



Πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ